«Έχοντας σαν δρομοδείκτη τη Σκέπη του Θεού» επέλεξε ο εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου να εισηγηθεί -από άμβωνος δικαστηρίου- την απαλλαγή του ηθοποιού Πέτρου Φιλιππίδη από την κατηγορία της απόπειρας βιασμού, για την οποία είχε κριθεί πρωτοδίκως ένοχος. Και με αυτά τα λόγια (περισσότερα μέρη από την εισαγγελική πρόταση ακολουθούν μετά το τέλος του κειμένου) αναδύεται ένα θεσμικό ερώτημα: κρίνει η ελληνική Δικαιοσύνη σύμφωνα με τις αρχές του Συντάγματος ή βάσει των επιταγών κάποιας μεταφυσικής πρόνοιας;
Σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα δεν είναι αν ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή ένοχος, αλλά αν η κρίση που παράγει το θεσμικό μας σύστημα είναι εν τέλει εγκόσμια ή προσομοιώνει εκείνες τις μορφές απολυταρχικού ελέγχου όπου ο νόμος είναι υποταγμένος σε μία ανώτερη, «θεϊκή» αρχή. Όταν η κρίση του δικαστηρίου διαπλέκεται με την επιείκεια θεού, όταν η έδρα υποχωρεί σε μια ταπεινή απολογητική («ο Θεός ας με συγχωρέσει»), τότε το κράτος δικαίου υποκαθίσταται από το κράτος της πίστης.
Σε άλλα καθεστώτα, οι ερμηνείες αυτές δεν θα εκφέρονται ως υπόρρητες ειρωνείες, αλλά ως κανονιστική αλήθεια. Στο Ιράν των μουλάδων, στο Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, στην έσχατη θεοκρατία, οι δικαστές ομνύουν στο Κοράνι και απονέμουν «δικαιοσύνη» στο όνομα του Αλλάχ. Εκεί όπου η γυναίκα, για να αποδείξει ότι βιάστηκε, πρέπει να παρουσιάσει τέσσερις άνδρες ως αυτόπτες μάρτυρες, διαφορετικά, η ίδια κινδυνεύει να καταδικαστεί για «μοιχεία».
Δεν είμαστε, ασφαλώς, εκεί. Η απόσταση είναι θεσμικά δεδομένη. Ωστόσο, η ρητορική σύγκλιση προς αυτό το πλαίσιο παραμένει προβληματική. Όταν ένας εισαγγελέας επικαλείται τον θεό για να θεμελιώσει την όποια πρότασή του, τότε η απονομή της Δικαιοσύνης μοιάζει να μετατοπίζεται από τον κανόνα του τεκμηριώσιμου στο άρρητο του μεταφυσικού. Κι αυτό αφορά τον πυρήνα της ίδιας της κρίσης, δηλαδή, το πώς ο δημόσιος λειτουργός κατανοεί τον ρόλο του: ως εργαλείο κοσμικού ορθολογισμού ή ως εντολοδόχος μιας θεολογικής δικαίωσης.
Η παρούσα ανάλυση δεν έχει στόχο να αποδώσει ενοχή ή αθωότητα σε κανέναν εκ των εμπλεκομένων. Η νομική αποτίμηση μιας υπόθεσης εδράζεται σε αποδεικτικά μέσα και θεσμικές διαδικασίες, αφορώντας αποκλειστικά τα αρμόδια όργανα και τους νομικούς. Ο δημόσιος σχολιασμός περιορίζεται αποκλειστικά στη γλώσσα που χρησιμοποιείται από τα πρόσωπα που διαδραματίζουν ρόλους θεσμικής εκπροσώπησης. Ειδικότερα, η εισαγγελική φρασεολογία φέρει βαρύτητα, όχι μόνο ως εργαλείο ποινικής τεκμηρίωσης, αλλά και ως παράγοντας δημόσιας διαπαιδαγώγησης για την έννοια της Δικαιοσύνης. Μιας Δικαιοσύνης της οποίας οι λειτουργοί λογοδοτούν ως θεσμικοί φορείς, όχι ως μετανοούντες πιστοί. Όταν όμως η κρίση καταφεύγει σε θεολογικές μεταφορές, το κράτος απογυμνώνεται και ο πολίτης εγκαταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια μιας πίστης που δεν τον αφορά.
Η χρήση θεολογικών εκφράσεων, όπως η «Σκέπη του Θεού» ή η ικεσία «ο Θεός ας με συγχωρέσει», εντός της επιχειρηματολογίας που αφορά την τελική εισήγηση για ποινική απαλλαγή, εγείρει εύλογα ερωτήματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ θεσμικής κρίσης και θρησκευτικού λόγου. Ηχεί σήμερα δυνατά ως μια ρηματική μετατόπιση που αποσυνδέει τον κρίνοντα από το κοσμικό θεμέλιο της αρμοδιότητάς του. Η ενοχή δεν αντλείται από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά από την εσωτερική πάλη μιας ηθικής συνείδησης που ζητεί άφεση. Και η αθώωση δεν τεκμαίρεται λογικά, αλλά επιζητεί να νομιμοποιηθεί εντός ενός ουρανού που συγχωρεί.
Τι ακριβώς υποκρύπτει, όμως, μια τέτοια αγόρευση; Ποια ανάγκη του ασυνειδήτου ικανοποιεί η υπέρβαση του νομικού ρόλου προς έναν ποιμαντικό; Η ψυχαναλυτική προσέγγιση θα υποδείκνυε ίσως ένα σύμπλεγμα εξιλέωσης, ένα σχήμα όπου ο Εισαγγελέας, στη θέση του πατριαρχικού Λόγου, ενοχοποιεί την ίδια του τη θέση, για να διατηρήσει άθικτο το φαντασιακό της ανδρικής αθωότητας. Στο φαντασιακό αυτό, η γυναίκα παραμένει εν δυνάμει ψευδόμενη, εν δυνάμει εκδικούμενη, εν δυνάμει μνησίκακη. Το δικαστήριο έτσι δεν αναζητά αλήθεια, αλλά νομιμοποιεί μία παρακαταθήκη συμβολικών ρόλων. Λειτουργεί εντός πλαισίου έμφυλων, πολιτισμικών και αξιακών φορτίσεων. Εκεί, οι εσωτερικοί δισταγμοί προβάλλονται ως ανάγκη εξιλέωσης.
Σε αυτή τη μετατόπιση, η Δικαιοσύνη θυμίζει όλο και περισσότερο μορφές απονομής που δεν στηρίζονται στη λογική και τον ορθολογισμό της νεωτερικότητας, αλλά σε αρχές ουρανοκατέβατης έμπνευσης. Σε συστήματα όπου το τραύμα εκτιμάται με βάση ηθικές εντυπώσεις και όχι αποδεικτικά μέσα, η κρίση λειτουργεί περισσότερο ως εσωτερική βεβαιότητα παρά ως τεκμηριωμένη κρίση. Η «Σκέπη του Θεού» υποκαθιστά τον κανόνα του τεκμηριωμένου δικανικού συλλογισμού και το ηθικό αίσθημα του λειτουργού αντικαθιστά τη νομική του ευθύνη.
Το δικαστικό σώμα οφείλει να εκπέμπει λόγο απαλλαγμένο από στοιχεία που υπονοούν ηθική υποκατάσταση της απόδειξης ή που μετατοπίζουν την κρίση από το πεδίο της λογικής στην περιοχή της πίστης ή της εσωτερικής ταλάντωσης. Ο Νόμος είναι έννοια εγκόσμια και οφείλει να παραμένει οριοθετημένος στη γλώσσα του τεκμηρίου, της ακρίβειας και της διαφάνειας. Οποιαδήποτε ρητορική επένδυση με μυστικιστικά, σωτηριολογικά ή μεταφυσικά στοιχεία υπονομεύει την εντύπωση αντικειμενικότητας, εγείροντας ζήτημα θεσμικής ουδετερότητας ως προς τη διαχείριση του φύλου, της εξουσίας και του τραύματος. Για άτομα που δεν συμμερίζονται τη θεολογική θεώρηση, η επίκληση στο θείο δύναται να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Η απονομή της Δικαιοσύνης δεν προϋποθέτει την πίστη, αλλά την ευθύνη. Η κρίση δεν είναι ζήτημα συνείδησης. Είναι κι αυτή μια πράξη λογοδοσίας. Κι αν κάποτε η φρασεολογία του Λειτουργού παρεκκλίνει, οφείλουμε, ως κοινωνία πολιτών, να στοχαζόμαστε με όρους κρίσης θεσμών και, σίγουρα, όχι δίκης προσώπων.
Η ελληνική Δικαιοσύνη οφείλει να παραμένει θεσμός της Δημοκρατίας και όχι υπόλειμμα μιας πατερναλιστικής τάξης που βαπτίζει την επιείκεια ως συγχώρεση, και τη συγχώρεση ως ετυμηγορία.
Υποσημείωση: Παρατίθενται μέρη της εισαγγελικής πρότασης, όπως δημοσιεύτηκαν στο iefimerida (23/06/2025, 14:57) και στο protothema (23/06/2025, 14:56):
«Είναι γνωστό ότι για την ενοχή του κατηγορούμενου οφείλετε να είστε σίγουροι και βέβαιοι, χωρίς σύγχυση για τη δικαζόμενη κατηγορία και με αποδείξεις. Οποιαδήποτε αμφιβολία ή νομικό κενό ματαιώνει και δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη ακόμα και του πιο αποτρόπαιου εγκλήματος Η αμφιβολία είναι ταγμένη υπέρ του κατηγορούμενου».
«Δεν προκύπτει με βεβαιότητα στύση και δεν μπορεί να θεμελιωθεί η αρχή του διλήμματος της απόπειρας βιασμού»
«Δέχομαι ότι ο κατηγορούμενος ανέβηκε με τα πόδια του πάνω της στον καναπέ. Αλλά το ζητούμενο είναι τι έγινε πριν και μετά. Υπάρχουν αμφιβολίες για τη στύση του κατηγορούμενου και ως εκ τούτου αμφιβολίες για την ενοχή του ως προς το αδίκημα της απόπειρας βιασμού για την οποία κρίθηκε ένοχος από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας. Ακόμα κι αν θεωρηθεί αληθής η σεξουαλική επίθεση που καταγγέλλει η καταγγέλλουσα, φτάσαμε στην απόπειρα βιασμού; Δεν αποδεικνύεται η απόπειρα βιασμού λόγω των αμφιβολιών. Είναι δεδομένο ότι της έκοψε την καριέρα ο κατηγορούμενος, όπως λέγεται; Δεν θέλω να προχωρήσω παραπέρα και να πάρω θέση. Κατόπιν των ανωτέρω, με βάση και την αποδεικτική αρχή και έχοντας σαν δρομοδείκτη τη Σκέπη του Θεού, κινούμενος στα πλαίσια αριστοτέλειας επιείκειας, φρονώ ότι πρέπει να απαλλάξετε τον κατηγορούμενο για αμφιβολίες. Προτείνω την αθώωσή του λόγω πλείστων αμφιβολιών».
«Αν ήθελε να τη βιάσει δεν θα έκλεινε όλες τις πόρτες ο κατηγορούμενος; Σιγά μην την άφηνε να φύγει(…). Το κίνητρο του βιαστή είναι ο εξευτελισμός της γυναίκας και όχι η σεξουαλική ικανοποίησή του (…).Οι βιαστές απειλούν τη ζωή του θύματος όχι την επαγγελματική του πορεία, σκίζουν ρούχα και μετά την αποτρόπαια πράξη τους, κρύβονται. Δεν στέλνουν μετά από ώρες αποδεικτικά μηνύματα στο κινητό τηλέφωνο των θυμάτων τους. Όλα αυτά συνάδουν περισσότερα σε προϋπάρχουσα ερωτική σχέση, η οποία πρόσφατα διαρρήχθηκε. Αυτή είναι η ουσία της υπόθεσης και ο Θεός ας με συγχωρέσει γιατί μόνο εκεί δίνω λόγο».
«Γιατί 8 μήνες μετά το συμβάν σήκωνε στον κατηγορούμενο το τηλέφωνο; Γιατί δεν κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του; Γιατί δεν πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα με το κινητό της να τον καταγγείλει, να πάει έστω Αυτόφωρο; Ο κατηγορούμενος φαίνεται να την αντιμετωπίζει ως ερωμένη του! Μας είπε πως πήγε σε ψυχολόγο εξαιτίας του συμβάντος. Αλλά πήγε χρόνια μετά (…). Δεν μας απάντησε καν τι εσώρουχο φορούσε εκείνη την ημέρα ο κατηγορούμενος. Μας είπε πως ο κατηγορούμενος κατέβασε το δικό της εσώρουχο. Πως εκείνη έφυγε από το καμαρίνι με κατεβασμένο εσώρουχο; Μας είπε για συνεχή πάλη αλλά η φίλη της που την είδε αμέσως μετά δεν μας είπε ότι κάτι είχε σκιστεί τίποτα από τα ρούχα της (…)».
Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων.