“Δεν πήραν χαμπάρι – Το… παραμύθι τελείωσε” – Το ζήτημα της Τηλεθέρμανσης, όπως το προσεγγίζει ο Οικονομικός Ταχυδρόμος

“Πριν από μερικά χρόνια […] αποφασίστηκε να μην πάει χαμένη η υποδομή χιλιομέτρων τηλεθέρμανσης και αντί λιγνιτικών μονάδων να δημιουργηθούν σταθμοί συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας με καύσιμο φυσικό αέριο προκειμένου να τις τροφοδοτούν. Σε κάποιες περιοχές η λύση αυτή προχώρησε. Στην Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα, οι δημοτικές αρχές δεν συμφώνησαν, πετώντας συνεχώς το «τενεκεδάκι παρακάτω»” αναφέρει σε άρθρο του στον Οικονομικό Ταχυδρόμο ο δημοσιογράφος Νίκος Φιλιππίδης ενώ τονίζει ότι “οι εποχές άλλαξαν με αποτέλεσμα (σ.σ. οι δήμοι) να βρεθούν φορτωμένοι με ένα τεράστιο χρέος, αλλά και με τον κίνδυνο κάποιες από τις πιο κρύες περιοχές της χώρας, όπου κατοικούν οι δημότες τους, να μην έχουν θέρμανση”.

Παραθέτουμε ολόκληρο το άρθρο:

Μια απίστευτη ιστορία του παλιού… καλού ελληνικού πελατειακού κράτους ήρθε στην επικαιρότητα τις τελευταίες μέρες με αφορμή την υπόθεση της τηλεθέρμανσης στις παλιές λιγνιτικές περιοχές. Τις προηγούμενες δεκαετίες, της «αγαπημένης» κρατικής ΔΕΗ, που όλοι «άρμεγαν» χωρίς αύριο – και πολλοί θέλουν να το κάνουν και στο μέλλον – υπήρχαν κάποιες περιοχές της πατρίδας μας που ως ανταπόδοση για τη ρύπανση που τους προκαλούσε ο λιγνίτης, απολάμβαναν ένα δίκτυο τηλεθέρμανσης. Φθηνής, πάμφθηνης και σε κάποιες περιπτώσεις τσάμπα (τις πιο πολλές φορές) ενέργειας για θέρμανση. Η πρώτη τέτοιου είδους εγκατάσταση δημιουργήθηκε στην Πτολεμαΐδα το 1960, θερμαίνοντας τον τοπικό οικισμό της ΔΕΗ με ενέργεια από τον λιγνιτικό σταθμό ΑΗΣ Πτολεμαΐδας. Αντίστοιχα δίκτυα στήθηκαν τα επόμενα χρόνια στις πόλεις της Κοζάνης, της Πτολεμαΐδας, του Αμύνταιου και της Μεγαλόπολης.

Το τέλος του λιγνίτη σήμανε και την ανάγκη να βρεθεί λύση για το πώς θα συνεχίσουν να θερμαίνονται οι συγκεκριμένες περιοχές και βέβαια τι θα γίνει με τα χρέη που είχαν συσσωρευθεί προς την ΔΕΗ, τα οποία μόνο σε δύο περιοχές, την Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα, έφταναν τα 119 εκατομμύρια ευρώ. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν με τον γνωστό ελληνικό τρόπο του πελατειακού κράτους. Το κόστος προμήθειας μαζί με τα λειτουργικά έξοδα, ξεπερνούσαν το κόστος λιανικής πώλησης. Ηταν ζημιογόνο το όλο σύστημα, αλλά έναντι του κόστους της ρύπανσης, όλοι έκαναν τα στραβά μάτια. Για να γίνει αντιληπτό, η τιμή που πωλούνταν η τηλεθέρμανση στους κατοίκους των συγκεκριμένων περιοχών, ήταν συμφωνημένο να είναι φθηνότερη κατά 25% της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης. Οταν όμως η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης αύξανε, το κόστος της τηλεθέρμανσης δεν ακολουθούσε, με αποτέλεσμα η έκπτωση να φτάνει σε πολύ υψηλότερα ποσοστά. Οπως υπερηφανεύεται στην ιστοσελίδα της η Δημοτική Επιχείρηση Υδρευσης Αποχέτευσης Κοζάνης δεν υπήρξε καμία αύξηση στην τιμή τηλεθέρμανσης τα τελευταία 10 χρόνια. Και να φανταστεί κανείς ότι περάσαμε ολόκληρη ενεργειακή κρίση.

Πριν από μερικά χρόνια, η νέα ΔΕΗ του Γ. Στάσση, άρχισε να αποσύρει τις παλιές λιγνιτικές μονάδες. Οπότε ξεκίνησε η διαδικασία να βρεθεί μια λύση. Αποφασίστηκε να μην πάει χαμένη η υποδομή χιλιομέτρων τηλεθέρμανσης και αντί λιγνιτικών μονάδων να δημιουργηθούν σταθμοί συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας με καύσιμο φυσικό αέριο προκειμένου να τις τροφοδοτούν. Σε κάποιες περιοχές η λύση αυτή προχώρησε. Στην Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα, οι δημοτικές αρχές δεν συμφώνησαν, πετώντας συνεχώς το «τενεκεδάκι παρακάτω». Ηθελαν κάτι πιο… γενναιόδωρο για τους συμπολίτες τους. Αυτό δεν ήρθε και αυτοί… έπεσαν από τα σύννεφα. Απλά «δεν πήραν χαμπάρι» ότι οι εποχές άλλαξαν με αποτέλεσμα να βρεθούν φορτωμένοι με ένα τεράστιο χρέος, αλλά και με τον κίνδυνο κάποιες από τις πιο κρύες περιοχές της χώρας, όπου κατοικούν οι δημότες τους, να μην έχουν θέρμανση.

Πλέον το… παραμύθι τελείωσε. Η κυβέρνηση ετοιμάζει και πάλι μια λύση που σε συνεργασία με τη ΔΕΗ θα δίνει ανάσα στον τεράστιο όγκο των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Το θέμα είναι ότι πλέον πρέπει να φτιαχτούν και μονάδες που θα παράγουν την ενέργεια, οι οποίες ακόμα και αν δεν βγάζουν κέρδη, τουλάχιστον δεν πρέπει να επιβαρύνουν τους υπόλοιπους καταναλωτές. Αρα η τιμολόγηση θα πρέπει να είναι πιο ρεαλιστική, πιο κοντά σε όσα πληρώνει η υπόλοιπη Ελλάδα. Η προσαρμογή θα έχει κόστος, αλλά δεν υπάρχει και άλλη λύση.

Πηγή

X