1 στους 4 εφήβους ζει με ψυχική επιβάρυνση — Η ευθύνη είναι κοινή και παρούσα – Γράφει ο Αντώνης Μάριος ΠαΠαγιώτης

Η νέα έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για την ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια καταδεικνύει ότι, κατά την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των εφήβων ηλικίας 15 έως 19 ετών που ζουν με διαταραχή ψυχικής υγείας παρουσιάζει σταθερή και συνεχή αύξηση. Στην Ελλάδα, οι διαθέσιμες εκτιμήσεις δείχνουν ότι περίπου ένας στους τέσσερις εφήβους αυτής της ηλικιακής ομάδας βιώνει τέτοιου τύπου ψυχικές δυσκολίες, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει τον έναν στους πέντε.

Όπως υπογραμμίζει ο Dr. Joao Breda, επικεφαλής του Γραφείου Ποιότητας Φροντίδας και Ασφάλειας Ασθενών του ΠΟΥ στην Αθήνα, τα διαθέσιμα δεδομένα «δεν αφήνουν περιθώριο για αδράνεια». Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με την έκθεση, η αυτοκτονία συνιστά πλέον την πρώτη αιτία θανάτου για τα άτομα ηλικίας 15 έως 29 ετών στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του ΠΟΥ, γεγονός που αναδεικνύει την έκταση και την ένταση των ψυχοκοινωνικών παραγόντων κινδύνου στην εφηβεία και τη νεότητα.

Η εντεινόμενη ψυχική δυσφορία στους εφήβους συνδέεται με ένα πλέγμα σύνθετων και αλληλοτροφοδοτούμενων κοινωνικών παραγόντων. Ανάμεσα σε αυτούς, ξεχωρίζουν η αίσθηση αβεβαιότητας για το μέλλον, οι διαρκείς επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, καθώς και η καθημερινή έκθεση σε ψηφιακά περιβάλλοντα, τα οποία συχνά δεν πλαισιώνονται από επαρκείς μηχανισμούς ψυχοεκπαίδευσης και ενδυνάμωσης. Η ελλιπής καλλιέργεια δεξιοτήτων ψηφιακής παιδείας, σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση των διαδικτυακών αλληλεπιδράσεων, έχει οδηγήσει στην όξυνση φαινομένων όπως η κοινωνική απομόνωση, η υπερδιέγερση και η δυσκολία οριοθέτησης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου.

Σε αυτά προστίθενται και οι μακροχρόνιες ψυχοκοινωνικές συνέπειες της περιόδου εγκλεισμού κατά την πανδημία COVID-19, η οποία στέρησε από τους εφήβους βασικά πλαίσια κοινωνικής μάθησης και συναισθηματικής στήριξης. Η σχολική ζωή, η ανεξαρτητοποίηση από την οικογένεια και οι διαδικασίες ταυτοτικής επεξεργασίας, που σε μεγάλο βαθμό συντελούνται μέσα από τη φυσική εγγύτητα με συνομηλίκους, διακόπηκαν απότομα ή μετατοπίστηκαν σε ψηφιακά υποκατάστατα.

Την ίδια στιγμή, η ενδοοικογενειακή βία —καθώς και άλλες συγκρουσιακές ή παραβιαστικές δυναμικές εντός του οικιακού περιβάλλοντος— αναδείχθηκαν εντονότερα κατά την περίοδο της αναγκαστικής συγκατοίκησης. Η έλλειψη δυνατότητας αποφόρτισης ή διαφυγής ανέδειξε τραυματικές καταστάσεις που, σε κανονικά πλαίσια, παρέμεναν εν μέρει αθέατες. Το σπίτι, για αρκετούς εφήβους, μετατοπίστηκε από χώρο ασφάλειας σε πεδίο αμφιθυμίας, ασυνέχειας ή και ψυχικής επιβάρυνσης, χωρίς ταυτόχρονη διασύνδεση με υποστηρικτικά εξωτερικά δίκτυα.

Η συστηματική ενσωμάτωση της ψυχικής υγείας στο σχολικό πρόγραμμα, μέσω προληπτικών και ενδυναμωτικών παρεμβάσεων, αποτελεί κρίσιμη προτεραιότητα δημόσιας υγείας. Δράσεις που περιλαμβάνουν ψυχοεκπαίδευση, ενίσχυση της συναισθηματικής εγγραμματοσύνης και καλλιέργεια κοινωνικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων, συνδέονται με τη μείωση του άγχους, την ενίσχυση της ενσυναίσθησης και την πρόληψη φαινομένων αποκλεισμού, βίας ή αυτοϋποτίμησης. Η εφηβεία, ως μεταβατική περίοδος διαμόρφωσης της ταυτότητας και των εσωτερικών μοντέλων σχέσης, απαιτεί σταθερά και ασφαλή πλαίσια, ικανά να υποδεχθούν τον ψυχικό πειραματισμό, την αμφιβολία και την αναπτυξιακή ρευστότητα χωρίς παθολογικοποίηση.

Η απουσία θεσμοθετημένων παρεμβάσεων στον χώρο της γενικής εκπαίδευσης αφήνει πολλούς εφήβους χωρίς τα αναγκαία εργαλεία αναγνώρισης, οριοθέτησης και επεξεργασίας της εσωτερικής τους εμπειρίας. Η έλλειψη κοινής ψυχικής γλώσσας —με την έννοια ενός κοινού πλαισίου εννοιών, λέξεων και στάσεων γύρω από τη συναισθηματική ζωή— καθιστά πιο δύσκολη την πρόσβαση των νέων στη φροντίδα, καθώς η ενόχληση εκφράζεται συχνά μέσα από σωματοποιημένα ή αποδιοργανωτικά σχήματα, αντί μέσα από λεκτικά σήματα που μπορούν να ενεργοποιήσουν έγκαιρη ανταπόκριση.

Σε αυτή την κατεύθυνση, η έκθεση του ΠΟΥ συνοδεύεται από την παρουσίαση νέων Προτύπων Ποιότητας για τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Νέων, τα οποία διαμορφώθηκαν μέσω συμμετοχικών διαδικασιών, με τη συμβολή τόσο επαγγελματιών όσο και των ίδιων των νέων. Οι βασικές αρχές των προτύπων αυτών περιλαμβάνουν την καθολική προσβασιμότητα, την καλλιέργεια φροντίδας απαλλαγμένης από στιγματιστικές πρακτικές και την εφαρμογή τεκμηριωμένων θεραπευτικών μεθόδων, οι οποίες ανταποκρίνονται όχι μόνο στα διαγνωστικά κριτήρια, αλλά και στις αξίες, τις εμπειρίες και τις κοινωνικές πραγματικότητες των ίδιων των ωφελούμενων.

Στο ελληνικό πλαίσιο, διαπιστώνεται ενεργοποίηση πολιτικής δέσμευσης σε θέματα ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο θητείας του Υφυπουργού Υγείας και ψυχιάτρου κ. Βαρτζόπουλου. Κατά το διάστημα αυτό, έχουν ενισχυθεί οι Κινητές Μονάδες Ψυχικής Υγείας, έχουν τεθεί σε λειτουργία Κέντρα Ημέρας για άτομα με άνοια, ενώ προωθούνται αποκεντρωμένα σχήματα κοινοτικής φροντίδας. Οι παρεμβάσεις αυτές εντάσσονται στην αρχιτεκτονική του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Ψυχική Υγεία, η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα του οποίου εξαρτάται από τον βαθμό θεσμικής συνέχειας, χρηματοδοτικής σταθερότητας και διατομεακής συνεργασίας.

Ωστόσο, παρά τις ανωτέρω πρωτοβουλίες, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές διαρθρωτικές ανεπάρκειες, κυρίως σε ό,τι αφορά την ψυχική φροντίδα των παιδιών και των εφήβων. Οι θέσεις παιδοψυχιάτρων σε δημόσια νοσοκομεία και πρωτοβάθμιες δομές υγείας, ιδίως στις περιφερειακές και νησιωτικές περιοχές, παραμένουν υποστελεχωμένες, με αποτέλεσμα την άνιση κατανομή της φροντίδας και την επιβάρυνση των αστικών κέντρων. Παράλληλα, το επάγγελμα του ψυχολόγου, και ιδίως η εξειδίκευση στην αναπτυξιακή ή παιδοψυχολογική φροντίδα, δεν έχει ακόμη ενταχθεί σε πλήρες και λειτουργικό θεσμικό πλαίσιο, γεγονός που δυσχεραίνει την οργανική του ενσωμάτωση στο δημόσιο σύστημα υγείας και την αξιοποίηση των επιστημονικών του εργαλείων σε προληπτικό, διαγνωστικό και θεραπευτικό επίπεδο.

Παράλληλα, εξακολουθεί να απουσιάζει μια επικαιροποιημένη και συστηματική αποτύπωση των ψυχικών αναγκών παιδιών και εφήβων στην Ελλάδα, στη βάση αξιόπιστων επιδημιολογικών δεδομένων σε εθνικό επίπεδο. Η απουσία τέτοιων δεικτών —αντιστοίχων με εκείνους που αξιοποιούνται σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη για τη χάραξη πολιτικής— καθιστά αδύνατη την τεκμηριωμένη κατανομή πόρων και προσωπικού. Η αξιολόγηση των υπαρχουσών υπηρεσιών, των γεωγραφικών ανισοτήτων στην πρόσβαση, των χρόνων αναμονής και της οργανωτικής τους επάρκειας παραμένει αποσπασματική. Ελλείψει σταθερών μηχανισμών αποτίμησης και ανατροφοδότησης, η στρατηγική στον τομέα της παιδικής και εφηβικής ψυχικής υγείας κινδυνεύει να καταστεί άτονη, ή ακόμη και δυσανάλογη προς τις πραγματικές ανάγκες των πληθυσμών-στόχων.

Η ενίσχυση της ψυχικής ευεξίας των εφήβων προϋποθέτει, πέραν της επαρκούς χρηματοδότησης και στελέχωσης, μια ευρύτερη πολιτισμική μετατόπιση ως προς τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία νοηματοδοτεί την ψυχική εμπειρία. Η μετάβαση από ερμηνείες που εστιάζουν στον έλεγχο ή τη διόρθωση της συμπεριφοράς προς προσεγγίσεις που προκρίνουν την ακρόαση, τη συμβολική κατανόηση και τη σχεσιακή συνύπαρξη, συνιστά ουσιώδη όρο πρόληψης. Η ενδυνάμωση και η ψυχική ανθεκτικότητα δεν αποτελούν αυτονόητες ή εγγενείς ικανότητες. Αντίθετα, συγκροτούνται εντός πλαισίων που παρέχουν ασφάλεια, αναγνωρίζουν την υποκειμενικότητα του πόνου και επιτρέπουν την έκφρασή του χωρίς απαξίωση.

Απαιτείται, συνεπώς, πολυεπίπεδη και διατομεακή προσέγγιση, στην οποία να συνυπάρχουν η εκπαίδευση, η οικογένεια, η κοινότητα και οι υπηρεσίες υγείας, υπό το πρίσμα ενός συνεκτικού πλαισίου φροντίδας. Η συνδιαμόρφωση υπηρεσιών χωρίς την ουσιαστική εμπλοκή των ίδιων των εφήβων δεν διασφαλίζει αντιπροσωπευτικότητα ούτε λειτουργική εφαρμογή. Δεν επαρκεί να προβλέπεται η θεραπεία ως τεχνική παροχή. Χρειάζεται ταυτόχρονα να οικοδομούνται περιβάλλοντα εμπιστοσύνης, συνοχής και αναστοχαστικής φροντίδας, ικανά να στηρίξουν την εσωτερική εργασία που απαιτεί η ψυχική αλλαγή.

Η ψυχική ανθεκτικότητα των νέων δεν αποτελεί έμφυτο χαρακτηριστικό ούτε σταθερό προσωπικό γνώρισμα. Αντιθέτως, συγκροτείται ως αναπτυξιακή δεξιότητα, η οποία καλλιεργείται, ενισχύεται και υποστηρίζεται όταν το κοινωνικό περιβάλλον αναγνωρίζει έγκαιρα τις ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες και ανταποκρίνεται με συνέχεια, συνοχή και φροντίδα. Η επένδυση στη φροντίδα των εφήβων σήμερα δεν είναι μόνο ηθική επιλογή. Είναι πολιτική πράξη με πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο, που αφορά τη δημόσια υγεία, την κοινωνική συνοχή και την ίδια τη δυνατότητα των νέων να οικοδομήσουν εσωτερικό νόημα.

Η ψυχική φροντίδα, επομένως, δεν αρχίζει από την κλινική αξιολόγηση. Προϋποθέτει πρώτα τη διαθεσιμότητα στη σχέση, την προσφορά σταθερής παρουσίας, τη στάση του ενήλικα που μπορεί να παραμείνει δίπλα χωρίς να απαιτεί εξηγήσεις ή επιδόσεις. Η κοινότητα χρειάζεται να μάθει να αναγνωρίζει το άρρητο, να μην ερμηνεύει την απόσυρση ως αδιαφορία, να αντέχει τη σιωπή χωρίς βιαστικά συμπεράσματα. Το να μπορεί κανείς να ρωτήσει ένα παιδί «πώς νιώθεις;» —και να μείνει αρκετά παρών ώστε να ακούσει την απάντηση— συνιστά πράξη ψυχολογικής σημασίας και ηθικής ευθύνης. Ίσως να είναι και το πρώτο βήμα κάθε ουσιαστικού μετασχηματισμού.

Η ψυχική υγεία δεν συγκροτείται μέσα από ατομικές πρακτικές «ρύθμισης» ή προσαρμογής. Είναι αποτέλεσμα σχέσης: με τους άλλους, με τη γλώσσα, με το σώμα, με την πολιτισμική μνήμη. Κάθε φορά που ένας έφηβος καταρρέει σιωπηλά, δεν είναι μόνο το σύμπτωμα που χρειάζεται ερμηνεία. Είναι η απουσία εκείνης της βασικής εμπειρίας: κάποιος να σταθεί μαζί του στον εσωτερικό κατακερματισμό, χωρίς να υποχωρήσει μπροστά στην αμηχανία ή τον φόβο.

Η ουσιαστική φροντίδα για την ψυχική υγεία των εφήβων δεν περιορίζεται στη διαχείριση οξέων κρίσεων. Ορίζεται από τη διαθεσιμότητα του ενήλικα να παραμείνει δίπλα τους: να ακούσει χωρίς να προσπεράσει, να ανεχθεί την αβεβαιότητα χωρίς να την εξουδετερώνει, να παρέχει χώρο χωρίς να απαιτεί άμεσα αποτελέσματα. Η κοινωνική στάση απέναντι στη «διαταραχή» εξακολουθεί συχνά να επιβαρύνεται από σιωπηρά σχήματα στιγματισμού, σαν η ψυχική οδύνη να αποτελεί ένδειξη προσωπικής αποτυχίας ή ηθικής ανεπάρκειας. Δεν είναι αδυναμία να πονά κανείς. Η πραγματική δυσκολία αρχίζει όταν η έκφραση του πόνου συναντά αδιαφορία, αμηχανία ή σιωπηλή ακύρωση.

Τα ευρήματα της έκθεσης του ΠΟΥ λειτουργούν ως καίρια υπενθύμιση της έκτασης και της έντασης του φαινομένου. Δεν αρκεί να καταγράφονται. Χρειάζεται να ενεργοποιήσουν επαγγελματικά, κοινοτικά και διαπολιτισμικά αντανακλαστικά επαγρύπνησης, φροντίδας και ηθικής εγγύτητας. Η στήριξη των εφήβων δεν είναι αποκλειστικό καθήκον των επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Είναι ευθύνη διαμοιρασμένη και συνάμα συλλογική. Δεν περιορίζεται στην κλινική γνώση, αλλά πηγάζει από τη στάση μας απέναντι στο ψυχικό βάρος του άλλου, από τη διαθεσιμότητα να σχετιστούμε χωρίς βιασύνη, χωρίς άρνηση, χωρίς φόβο.

UEF – Greece & Ενεργοί Νέοι – Europe Direct Δυτικής Μακεδονίας: “Διάλογος στις Περιφέρειες της Ευρώπης” – Το μέλλον και οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Ελληνική Ένωση για την Ομοσπονδία της Ευρώπης (EEvOE – UEF Ελλάδας) και ο Όμιλος Ενεργών Νέων – Europe Direct Δυτικής Μακεδονίας διοργάνωσαν με επιτυχία

Read More »

Αφιερωμένη στη “Γιορτή της Μητέρας” ήταν η άκρως ενδιαφέρουσα 7η Χορωδιακή Συνάντηση του Πολιτιστικού Συλλόγου “Ο ΣΩΤΗΡΑΣ” Πτολεμαΐδας! (ρεπορτάζ της Κούλας Πουλασιχίδου)

Συνταξίδεψαν μελωδικά, αλλά και συγκινήθηκαν με τη θεματολογία της όσοι βρέθηκαν στην 7η Χορωδιακή Συνάντηση, που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος “Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ” Πτολεμαΐδας την

Read More »

Δήμος Κοζάνης: 1st Art Vibe Festival

Ο Δήμος Κοζάνης, διοργανώνει για πρώτη φορά ένα διήμερο φεστιβάλ τέχνης, δημιουργίας και έμπνευσης. Πιο συγκεκριμένα, στις 14 και 15 Ιουνίου το απόγευμα, θα πραγματοποιηθεί

Read More »
X