Ένα βράδυ του χειμώνα
με σκοτούρες στο γραφείο,
πού να φανταστώ πως θα΄μαι
ξάφνου σε κτηνιατρείο.
Μου τηλεφωνεί η συμβία,
απροσδόκητα κλαμένη :
«Έλα γρήγορα στο σπίτι,
κάτι σοβαρό συμβαίνει».
Φθάνω, βιαστικά, και βλέπω
το κουνέλι να τα φτύνει,
και την ίδια μαύρο δάκρυ
από πάνω του να χύνει.
Βυθισμένη μες το πόνο
κι από τα μαλλιά πιασμένη,
με κοιτάζει μες τα μάτια
και μου λέγει βουρκωμένη :
-«Άρρωστο βαριά θα είναι,
ούτε τρώει, ούτε πίνει
και θα πρέπει επειγόντως,
τάχιστα, κάτι να γίνει».
-«Τι να κάνουμε γυναίκα;»,
με απορία τη ρωτώ.
-«Πάνε πάρε το αμάξι,
ας μη χάνουμε καιρό.
Αν δεν πάμε στο γιατρό του,
δεν θα σου το συγχωρήσω,
κι άμα τελικά το χάσω,
μάθε το : θα σε χωρίσω».
Τρέχω, φέρνω το αμάξι,
πάμε στο κτηνιατρείο,
κι η διάγνωση που βγήκε
στήλη άλατος μας βρήκε:
-«Μελαγχόλησε ο τύπος.
Τίποτα σημαντικό.
Να΄ταν μόνιμα κεφάτος,
δεν θα ήταν φυσικό».
-«Τι χρωστάμε, ιατρέ μου,
για το ζήτημα αυτό;»
-«Δώστε μου είκοσι ευρώ,
και πηγαίντε στο καλό».
16-4-2025