Κοιτάζοντας πίσω στο χαμένο χρόνο και τις ευκαιρίες που πέρασαν κι έφυγαν ανεκμετάλλευτες, αφήνοντας την περιοχή μας να επιμένει σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο που είχε ημερομηνία λήξης, πολλά μπορεί να πει κανείς.

Να κάνει κριτική – σπανίως αυτοκριτική – και να ελπίζει σε κάτι απροσδιόριστο, ότι στο τέλος κάτι θα συμβεί και θα σωθούμε ή να μην ελπίζει σε τίποτα και να περιμένει την ευκαιρία να δραπετεύσει σε άλλες πολιτείες.

Είμαστε μια μικρή περιοχή που κυριαρχήθηκε από μια μεγάλη για τα μεγέθη της ελκυστική οικονομική δραστηριότητα. Αυτό ήταν καθοριστικό διότι απορρόφησε ανθρώπινο δυναμικό, διαμόρφωσε εργασιακή κουλτούρα βιομηχανικών εργατών και τελικά μονοδιάστατη κουλτούρα ζωής για δεκαετίες. Δεν άφησε χρόνο και χώρο για μια έστω διαφορετική ματιά στην ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που μπορεί να έρθει και μέσα από μικρές νίκες, από ενεργοποίηση του ενδογενούς δυναμικού στην αξιοποίηση όσων η γη, η ιστορία, ο πολιτισμός και το περιβάλλον προσέφεραν απλόχερα στη Δυτική Μακεδονία.

Και σήμερα, αναμένοντας τις μεγάλες επενδύσεις χάνουμε τις μικρές νίκες. Και οι πολλές μικρές νίκες πάντοτε κάνουν πολλούς ευτυχισμένους.

Μια δυνατότητα να έχουμε μικρές νίκες είναι να στηριχθεί και να προβληθεί η πλούσια πολυπολιτισμική γαστρονομία της περιοχής, η οποία ενσωματώνει στις συνταγές της την ιστορία των ανθρώπων που συναντήθηκαν κατά τη διαδρομή του χρόνου στη γωνιά αυτή της Ελλάδας και κατορθώνει να διατηρεί ζωντανά ήθη, έθιμα και παραδόσεις όπως μόνο αυτή ξέρει.

Όμως πέραν του αμιγώς συναισθηματικού μέρους που μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στη γαστρονομία, υπάρχει σαφέστατα και η οικονομική και αναπτυξιακή διάσταση που αυτή εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προκαλώντας πολλαπλασιαστικές θετικές επιπτώσεις στην πρωτογενή παραγωγή των προϊόντων διατροφής, στη μεταποίηση και τυποποίησή τους, στο branding και στην εμπορία τους.

Ειδική αναφορά βέβαια πρέπει να γίνεται στη συμβολή της γαστρονομίας στην αύξηση της επισκεψιμότητας και των τουριστικών επιδόσεων των περιοχών, διότι το καλό φαγητό αποτελεί βασικότατο παράγοντα προσέλκυσης επισκεπτών, οι οποίοι βρίσκουν στη γαστρονομία το μέσο για να ανακαλύψουν την τοπική κουλτούρα.

Το σημαντικότερο δε αν εξετάσουμε την ανάπτυξη της γαστρονομίας στο πλαίσιο της συνολικής οικονομίας, θα διαπιστώσουμε ότι συμβάλλει στην ανάπτυξη αγροτικών δραστηριοτήτων, στην ανάπτυξη της τοπικής κτηνοτροφίας, στην αύξηση της παραγωγής και των πωλήσεων των προϊόντων της περιοχής, στη διαμόρφωση νέων επιχειρηματικών ευκαιριών όπως ο αγροτουρισμός και τελικά στην ενδυνάμωση της τοπικής ταυτότητας.

Σε τελική ανάλυση όλοι έχουμε να θυμόμαστε από το παρελθόν γεύσεις που έμειναν χαραγμένες στους γευστικούς μας κάλυκες, μεταφέροντάς μας πίσω στο χρόνο και στο χώρο.

Διαβάζω από το έργο του Marcel Proust «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Σουάν», όπως αποτυπώθηκε στον Πρόλογο της ενότητας του Πρώτου Μέρους του βιβλίου του ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ (Αλβέρτος Αρούχ) «Η Γεύση της Μνήμης – Αναμνήσεις και εξομολογήσεις ενός κριτικού εστιατορίων».    

…Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σαν τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, επάνω σ’ αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης…

https://tassosidiropoulos.blogspot.com/2024/10/blog-post.html

Τάσος Σιδηρόπουλος, Οικονομολόγος 

Γενικός Διευθυντής ΑΝΚΟ Δυτικής Μακεδονίας Α.Ε.

1 Οκτωβρίου 2024

X